ρετάλι,
το, ουσ.
[<ιταλ. ritaglio, πλ. ritagli]. 1. το τελευταίο
υπόλοιπο από τόπι υφάσματος, που πουλιέται σε πολύ φτηνή τιμή, γιατί είναι
λιγότερο από όσο χρειάζεται, για να ράψει κανείς ένα ρούχο: «υπάρχουν σήμερα
μαγαζιά στην αγορά που πουλάνε μόνο ρετάλια». (Λαϊκό τραγούδι: ρετάλια και
παλιόρουχα δεν έχουνε αξία, παλιόρουχο είσαι κι εσύ μ’ όλη τη σημασία). 2.
άνθρωπος καχεκτικός, αδύναμος, εξαντλημένος: «όταν βγήκε απ’ την κλινική, ήταν
σκέτο ρετάλι». 3. (υποτιμητικά) άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος,
τιποτένιος, που δεν αξίζει την προσοχή μας, που βρίσκεται ή που έχει πέσει πολύ
χαμηλά: «δεν πάω σ’ αυτό το μπαράκι, γιατί μαζεύονται όλα τα ρετάλια της
περιοχής». (Λαϊκό τραγούδι: είχα λεφτά, πολλά λεφτά, λεφτά με το τσουβάλι,
μα τώρα που εφτώχηνα με βλέπουν σα ρετάλι). Συνών. παλιόρουχο (1)·
- γίνομαι
ρετάλι, α. εξουθενώνομαι από σωματική κούραση ή από ψυχική πίεση:
«σήμερα είχαμε σκληρή δουλειά κι έγινα ρετάλι || απ’ τη μέρα που πέθανε ο
πατέρας του, έγινε ρετάλι». β. πέφτω, ξεπέφτω ηθικά: «έγινες ρετάλι απ’
τη μέρα που άρχισες να κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες». γ.
εξουθενώνομαι από υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών ποτών, μεθώ υπερβολικά:
«πίναμε όλο τ’ απόγευμα και το βράδυ είχα γίνει ρετάλι»·
- μου
’κανε τα νεύρα ρετάλι, βλ. λ. νεύρο·
- τον
κάνω ρετάλι, α. τον εξουθενώνω από την κούραση: «τον έβαλα να μου τελειώσει
την πιο βαριά δουλειά και τον έκανα ρετάλι». β. τον εξουθενώνω ψυχικά:
«μόλις τον πληροφόρησα πως θα τον απολύσω απ’ τη δουλειά, τον έκανα ρετάλι». γ.
τον μεθώ υπερβολικά: «έλεγε πως είναι γερό ποτήρι, αλλά, μόλις αρχίσαμε να
πίνουμε, μέσα σε λίγη ώρα τον έκανα ρετάλι».